απολογητής

απολογητής
apologiste

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • απολογητής — ο θηλ. ήτρια,1. συνήγορος: Έχει γίνει παντού ο απολογητής του φίλου του. 2. χριστιανοί συγγραφείς του 2ου κυρίως αιώνα που υπερασπίσανε το χριστιανισμό από τις κατηγορίες Εβραίων και ειδωλολατρών: Μερικοί από τους απολογητές είναι αξιόλογοι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολογητής — ο (θηλ. τρια, η) αυτός που απολογείται, που συνηγορεί για κάποιον οἱ Ἀπολογηταί οι χριστιανοί λόγιοι που αναλάμβαναν την υπεράσπιση του χριστιανισμού από την πολεμική των εχθρών του κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες …   Dictionary of Greek

  • Apologet — Ein Apologet (von gr. απολογητής: „Verteidiger“, απολογία: „Verteidigungsrede“) ist ursprünglich der juristische Magistratsbeamte in der griechischen Polis, in der frühchristlichen Zeit Vertreter der christlichen Apologie, die das Christentum im… …   Deutsch Wikipedia

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • φιλοτίμαιος — ὁ, Α απολογητής τού πυθαγορείου Τιμαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Τίμαιος] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Πιέτρο — (Pietro Alfieri, Ρώμη 1801 – 1863). Ιταλός μουσικολόγος. Ήταν μοναχός και δίδαξε το γρηγοριανό μέλος στο αγγλικό κολέγιο της Ρώμης. Ο Α. υπήρξε μαχητικός απολογητής της αναγκαιότητας της ανανέωσης της εκκλησιαστικής μουσικής …   Dictionary of Greek

  • Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… …   Dictionary of Greek

  • Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… …   Dictionary of Greek

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Βουτυράς, Δημοσθένης — (Κωνσταντινούπολη 1871 – Αθήνα 1958). Διηγηματογράφος, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κέα· βρέθηκαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ο συγγραφέας, και μετά γύρισαν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”